Εικονογράφηση: Κατερίνα Μελισσανίδου.
Κείμενο: Μιχάλης Μαρκόπουλος, Φεβρουάριος 2022.
«Τι; Τόσα λεφτά για ένα τοσοδά βαλσαμωμένο πουλί που το ’χει φάει ο σκόρος;»
«Δεν παίρνεις μονάχα το πουλί μα και την ιστορία του».
«Πες τη μου λοιπόν την ιστορία ως τη μέση και θα δούμε αν αξίζει ν’ αγοράσω την υπόλοιπη και μαζί το πουλί».
«Ήταν τρεις αδελφές και η μικρότερη κι η πιο καλή αγαπούσε τα πουλιά· σκόρπιζε σπόρους στο περβάζι κι έρχονταν όλα κι έτρωγαν. Οι άλλες δύο τα ’διωχναν γιατί βρομίζανε, λέει, τους τοίχους και τις πλάκες κάτω στην αυλή, κι έκαναν σαματά με τις φωνές τους. Όμως περίμενε η μικρότερη τη στιγμή που θα ’λειπαν κι άνοιγε τότε το παράθυρο και τιτίβιζε και κελαηδούσε, γιατί τόσο τα αγαπούσε τα πουλιά, που ’ξερε καθενός τη λαλιά και τη μιμούνταν, για να την ακούσει το πουλί και να ’ρθει. Κι απ’ όλα πιο πολύ αγαπούσε το μικρότερο – τόσο μικρό, που χώραγε στη χούφτα της κι άμα την έκλεινε ίσα που περίσσευε η άκρη της ουράς του και το πουλί κούρνιαζε όλο μες στη ζεστή παλάμη κι αποκοιμιόταν. Ώσπου μια μέρα…»
«Μια μέρα;…»
«Η ιστορία τελειώνει εδώ, άμα δεν αγοράσεις το πουλί».
«Να δούμε τι θα το κάνω, έτσι που ’ναι σκοροφαγωμένο κι έχει τρυπήσει εδώ κι εκεί και χύνεται από μέσα το ροκανίδι… Άντε, δώσ’ το μου λοιπόν και πες τη μου».
«Μια μέρα που η μικρότερη αδερφή είχε ανοίξει διάπλατα το παράθυρο, γιατί νόμιζε πως οι άλλες έλειπαν, και πουλιά είχαν μπει και κάθονταν στο πάπλωμα, στο κεφαλάρι του κρεβατιού, στο κομοδίνο, στη μικρή τουαλέτα με τον καθρέφτη και το σκαμνί, πάνω στην ντουλάπα και μέσα γιατί το ’να της φύλλο ήταν μισάνοιχτο –κάθονταν τα πουλιά και κούρνιαζαν παντού, και της κελαηδούσαν και τους κελαηδούσε κι αυτή–, μπήκαν οι δυο αδελφές φουριόζες, με σκούπες, κι άρχισαν να τα χτυπάνε όπως φτεροκοπούσαν φοβισμένα εδώ κι εκεί, ώσπου να βρούνε τ’ ανοιχτό παράθυρο και να ξεχυθούν έξω στον κήπο και στον ουρανό.»
«Κι όταν είχε φτερουγίσει και το τελευταίο έξω, γύρισαν προς τη μικρότερη αδελφή τους κι οι δυο, που ’χε μαζευτεί σε μια γωνιά· και η μεγαλύτερη κι η πιο παρατηρητική είδε τότε που ’χε κλεισμένη τη χούφτα της και πρόσεξε κάτι να εξέχει. “Τι ’ν’ αυτό εκεί που κρατάς;” είπε. “Τίποτα”, απάντησε αυτή. “Άνοιξε λοιπόν τα δάχτυλά σου να δούμε αυτό το τίποτα, που σφίγγεις έτσι γύρω του τη χούφτα σου”. Τότε η μεσαία αδελφή άρπαξε τον καρπό της και τον έστριψε, κι αυτή άθελά της άνοιξε το χέρι. Νανουρισμένο το μικρό πουλί από τη ζέστη, απ’ την αγάπη, από την μπαμπακένια τρυφεράδα της χούφτας, κοιμόταν βαθιά· μα ξύπνησε απότομα κι έκανε να πετάξει, και τότε το χτύπησε η μεγαλύτερη με τη σκούπα της όπως θα χτύπαγε με το πιατόπανο μια μύγα το κατακαλόκαιρο. Το πουλί έπεσε κάτω κι έφερε σβούρες με σπασμένο το φτερό, ώσπου με δυο χτυπήματα ακόμα έμεινε ασάλευτο εκεί πέρα. Η μεσαία αδελφή το ’πιασε τότε με σιχασιά απ’ το ’να πόδι και το πέταξε από τ’ ανοιχτό παράθυρο.»
«Πιο μετά, η μικρότερη το βρήκε, που ’ταν πεταμένο σαν σκουπίδι έξω, και το μάζεψε. Το ’βαλε σ’ ένα κουτί, ρώτησε να μάθει πώς βαλσαμώνουν τα πουλιά κι αφού το βαλσάμωσε το ’κρυψε βαθιά στην ντουλάπα, πίσω απ’ τα ρούχα της που ήταν νεαρής γυναίκας πρώτα και μεσήλικης έπειτα και γριάς μετά.»
«Αλλά πού και πού το ’βγαζε· κι αυτό, μικρό κι αγέραστο, της κελαηδούσε σιωπηλά κι αυτή, όλο και πιο γερασμένη, του απαντούσε άφωνη, γιατί η σιωπή ήτανε το μοναδικό κελάηδισμα που ’ξεραν και οι δυο πια…»
Comments