Εικονογράφηση: Κατερίνα Μελισσανίδου.
Κείμενο: Μιχάλης Μακρόπουλος.
«Έχεις δει ποτέ φάντασμα;» με ρώτησε.
Ήμασταν μες στ’ αμάξι νιώθοντας κλεισμένοι θαρρείς σ’ ενυδρείο, με τη βροχή να μαστιγώνει τα τζάμια και με τον αέρα να λυσσομανά. Θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας, όμως σταθήκαμε λίγο στην άκρη του δρόμου ώσπου να κοπάσει η θύελλα, και μες στη γυάλα μας, σαν σ’ όνειρο, λέγαμε ιστορίες για να περάσει η ώρα.
«Δεν ξέρω. Μπορεί», του απάντησα.
«Τι θες να πεις;»
«Γνώρισα κάποτε μια κοπέλα που μπορεί να ’ταν φάντασμα, αλλά που το κορμί της ήταν ολότελα υλικό· ήταν ένα φάντασμα πλασμένο από ζεστή σάρκα κι ανάσα – όταν μου άνοιξε ξυπόλητη την πόρτα κείνου του παλιού σπιτιού…
»Ήμουν απογραφέας και χτύπησα την πόρτα της όπως χτυπούσα μία προς μία όλες τις πόρτες, αν και μου φάνηκε πως το σπίτι θα ’ταν ακατοίκητο βλέποντάς το απέξω: με τα κλειστά του παντζούρια εκτός από ένα που βαρούσε καθώς τ’ άρπαζε ο αέρας, με τα μουλιασμένα παλιά διαφημιστικά φυλλάδια, μισοχωμένα κάτω απ’ την εξώπορτα… Αλλά χτύπησα παρ’ όλα αυτά την πόρτα και περίμενα, κι ήμουν έτοιμος να φύγω, όταν ένιωσα κάποιον να στέκεται από πίσω της. Ήμουν σίγουρος… Περίμενα, όμως κανείς δεν άνοιξε. Τότε, έβαλα το μάτι στην κλειδαρότρυπα – και την επόμενη στιγμή η πόρτα είχε ανοίξει και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ εκείνο το κορίτσι, τη γυναίκα… Τι από τα δύο ήταν; Έστεκε ξυπόλητη και με κοιτούσε.
»“Ήρθα για την απογραφή”, είπα. “Μένει άλλος εδώ, εκτός από σένα;”.
»“Ναι”, αποκρίθηκε, αλλά μου φάνηκε σαν να μην άνοιξε τα χείλια της, λες και η λέξη βγήκε από μέσα της – αλλά βέβαια ήταν η ιδέα μου απλώς.
»“Μένουμε τέσσερις”, μου είπε. “Εγώ, μια αράχνη, μια μύγα κι ένας ποντικός”.
»Έβαλα τα γέλια, από αμηχανία μπορεί, γιατί δεν ήξερα τι να κάνω και τι να πω – ή μπορεί κι από φόβο.
»“Πέρνα”, μου είπε. Τέσσερα κεριά έκαιγαν μέσα, πάνω σ’ ένα παλιό τραπέζι. Κάθισα σε μια πολυθρόνα και σκόνη σηκώθηκε, σύννεφο ολόκληρο, που μ’ έπνιξε κι άρχισα να βήχω. Έβγαλα τα χαρτιά μου για να γράψω το όνομα, την ηλικία και τα υπόλοιπα στοιχεία του κοριτσιού –της γυναίκας;– και στο μισοσκόταδο λίγο πιο πέρα αποκεί που ’φτανε το φως των κεριών είδα δυο μικρά μαύρα μάτια να αντιφεγγίζουν για μία στιγμή κι άκουσα μια ψιθυριστή τρεχάλα. Ο ποντικός, σκέφτηκα. Μια μύγα κάθισε πάνω στα χαρτιά μου κι άρχισε με τα ποδαράκια της να καθαρίζει τα φτερά και το κεφάλι της. Έκανα να τη διώξω κι ένιωσα να τυλίγονται στο χέρι μου ιστοί, τόσο λεπτοί που στο μισόφωτο ήταν αόρατοι· κι έπειτα αισθάνθηκα στο μάγουλό μου την αράχνη – αλλά τώρα το κορίτσι είχε σηκωθεί και–»
«Και;» με ρώτησε ο συνταξιδιώτης μου.
«Κι έκανα να σηκωθώ κι εγώ· ύστερα όμως τα χέρια της μ’ αγκάλιασαν, το κορμί της κόλλησε πάνω μου κι ένιωσα τη ζέστη της· ένιωσα στο μάγουλό μου την ανάσα της, κει που πρωτύτερα είχα νιώσει την αράχνη. Πήγα να τραβηχτώ, όμως βρέθηκα να την έχω αγκαλιάσει· και την επόμενη στιγμή τα κεριά έσβησαν μεμιάς και τα τέσσερα και βρέθηκα να πέφτω και να πέφτω, να κατρακυλάω σ’ ένα σκοτάδι – κι όταν άνοιξα τα μάτια ήμουν σωριασμένος στο κατώφλι του παλιού σπιτιού, μ’ όλα τα χαρτιά της απογραφής σκόρπια χάμω, γύρω μου. Τα μάζεψα όπως όπως κι έφυγα».
«Κι έπειτα;»
«Τίποτα».
«Αυτό ήταν όλο;»
«Ναι».
«Σαν να λείπει κάτι απ’ την ιστορία σου».
«Αν εννοείς το όνομα του κοριτσιού, αυτό είχα προφτάσει να το γράψω, όχι όμως και την ηλικία ούτε τίποτε άλλο. Κράτησα το χαρτί της απογραφής κι έψαξα αργότερα να βρω το όνομά της».
«Και;»
«Βρήκα πέντε που το ’χαν. Τις τέσσερις τις επισκέφθηκα και καμία δεν ήταν εκείνο το κορίτσι. Η πέμπτη είχε πολλά χρόνια που ήταν πια νεκρή».
«Βρήκες καμιά φωτογραφία της;»
«Ναι, όταν ήταν πια γριά, λίγο προτού πεθάνει».
«Δεν ήταν λοιπόν το κορίτσι σου… Το φάντασμά σου».
«Όχι, δεν ήταν».
Δεν του ’πα για τα μάτια εκείνης της γριάς κι εκείνου του κοριτσιού στο παλιό σπίτι. Ούτως ή άλλως, μάλλον ήταν η ιδέα μου μονάχα, και η θύελλα είχε κοπάσει, έτσι έβαλα μπρος και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.
Comentários