top of page
katerina_melissanidou_272090804_1246108479207783_2985454893622790124_n.webp.jpg

Συλλογή

Τέσσερις συγκάτοικοι

Εικονογράφηση

Έτος

2022

Διαθεσιμότητα

Κείμενο: Μιχάλης Μακρόπουλος.

«Έχεις δει ποτέ φάντασμα;» με ρώτησε.

Ήμασταν μες στ’ αμάξι νιώθοντας κλεισμένοι θαρρείς σ’ ενυδρείο, με τη βροχή να μαστιγώνει τα τζάμια και με τον αέρα να λυσσομανά. Θα συνεχίζαμε το ταξίδι μας, όμως σταθήκαμε λίγο στην άκρη του δρόμου ώσπου να κοπάσει η θύελλα, και μες στη γυάλα μας, σαν σ’ όνειρο, λέγαμε ιστορίες για να περάσει η ώρα.

«Δεν ξέρω. Μπορεί», του απάντησα.

«Τι θες να πεις;»

«Γνώρισα κάποτε μια κοπέλα που μπορεί να ’ταν φάντασμα, αλλά που το κορμί της ήταν ολότελα υλικό· ήταν ένα φάντασμα πλασμένο από ζεστή σάρκα κι ανάσα – όταν μου άνοιξε ξυπόλητη την πόρτα κείνου του παλιού σπιτιού…

»Ήμουν απογραφέας και χτύπησα την πόρτα της όπως χτυπούσα μία προς μία όλες τις πόρτες, αν και μου φάνηκε πως το σπίτι θα ’ταν ακατοίκητο βλέποντάς το απέξω: με τα κλειστά του παντζούρια εκτός από ένα που βαρούσε καθώς τ’ άρπαζε ο αέρας, με τα μουλιασμένα παλιά διαφημιστικά φυλλάδια, μισοχωμένα κάτω απ’ την εξώπορτα… Αλλά χτύπησα παρ’ όλα αυτά την πόρτα και περίμενα, κι ήμουν έτοιμος να φύγω, όταν ένιωσα κάποιον να στέκεται από πίσω της. Ήμουν σίγουρος… Περίμενα, όμως κανείς δεν άνοιξε. Τότε, έβαλα το μάτι στην κλειδαρότρυπα – και την επόμενη στιγμή η πόρτα είχε ανοίξει και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ εκείνο το κορίτσι, τη γυναίκα… Τι από τα δύο ήταν; Έστεκε ξυπόλητη και με κοιτούσε.

»“Ήρθα για την απογραφή”, είπα. “Μένει άλλος εδώ, εκτός από σένα;”.

»“Ναι”, αποκρίθηκε, αλλά μου φάνηκε σαν να μην άνοιξε τα χείλια της, λες και η λέξη βγήκε από μέσα της – αλλά βέβαια ήταν η ιδέα μου απλώς.

»“Μένουμε τέσσερις”, μου είπε. “Εγώ, μια αράχνη, μια μύγα κι ένας ποντικός”.

»Έβαλα τα γέλια, από αμηχανία μπορεί, γιατί δεν ήξερα τι να κάνω και τι να πω – ή μπορεί κι από φόβο.

»“Πέρνα”, μου είπε. Τέσσερα κεριά έκαιγαν μέσα, πάνω σ’ ένα παλιό τραπέζι. Κάθισα σε μια πολυθρόνα και σκόνη σηκώθηκε, σύννεφο ολόκληρο, που μ’ έπνιξε κι άρχισα να βήχω. Έβγαλα τα χαρτιά μου για να γράψω το όνομα, την ηλικία και τα υπόλοιπα στοιχεία του κοριτσιού –της γυναίκας;– και στο μισοσκόταδο λίγο πιο πέρα αποκεί που ’φτανε το φως των κεριών είδα δυο μικρά μαύρα μάτια να αντιφεγγίζουν για μία στιγμή κι άκουσα μια ψιθυριστή τρεχάλα. Ο ποντικός, σκέφτηκα. Μια μύγα κάθισε πάνω στα χαρτιά μου κι άρχισε με τα ποδαράκια της να καθαρίζει τα φτερά και το κεφάλι της. Έκανα να τη διώξω κι ένιωσα να τυλίγονται στο χέρι μου ιστοί, τόσο λεπτοί που στο μισόφωτο ήταν αόρατοι· κι έπειτα αισθάνθηκα στο μάγουλό μου την αράχνη – αλλά τώρα το κορίτσι είχε σηκωθεί και–»

«Και;» με ρώτησε ο συνταξιδιώτης μου.

«Κι έκανα να σηκωθώ κι εγώ· ύστερα όμως τα χέρια της μ’ αγκάλιασαν, το κορμί της κόλλησε πάνω μου κι ένιωσα τη ζέστη της· ένιωσα στο μάγουλό μου την ανάσα της, κει που πρωτύτερα είχα νιώσει την αράχνη. Πήγα να τραβηχτώ, όμως βρέθηκα να την έχω αγκαλιάσει· και την επόμενη στιγμή τα κεριά έσβησαν μεμιάς και τα τέσσερα και βρέθηκα να πέφτω και να πέφτω, να κατρακυλάω σ’ ένα σκοτάδι – κι όταν άνοιξα τα μάτια ήμουν σωριασμένος στο κατώφλι του παλιού σπιτιού, μ’ όλα τα χαρτιά της απογραφής σκόρπια χάμω, γύρω μου. Τα μάζεψα όπως όπως κι έφυγα».

«Κι έπειτα;»

«Τίποτα».

«Αυτό ήταν όλο;»

«Ναι».

«Σαν να λείπει κάτι απ’ την ιστορία σου».

«Αν εννοείς το όνομα του κοριτσιού, αυτό είχα προφτάσει να το γράψω, όχι όμως και την ηλικία ούτε τίποτε άλλο. Κράτησα το χαρτί της απογραφής κι έψαξα αργότερα να βρω το όνομά της».

«Και;»

«Βρήκα πέντε που το ’χαν. Τις τέσσερις τις επισκέφθηκα και καμία δεν ήταν εκείνο το κορίτσι. Η πέμπτη είχε πολλά χρόνια που ήταν πια νεκρή».

«Βρήκες καμιά φωτογραφία της;»

«Ναι, όταν ήταν πια γριά, λίγο προτού πεθάνει».

«Δεν ήταν λοιπόν το κορίτσι σου… Το φάντασμά σου».

«Όχι, δεν ήταν».

Δεν του ’πα για τα μάτια εκείνης της γριάς κι εκείνου του κοριτσιού στο παλιό σπίτι. Ούτως ή άλλως, μάλλον ήταν η ιδέα μου μονάχα, και η θύελλα είχε κοπάσει, έτσι έβαλα μπρος και συνεχίσαμε το ταξίδι μας.

https://www.katerina-melissanidou.gr/post/four-roommates
------

Κείμενο: Κατερίνα Μελισσανίδου, 2022


Στο σπίτι μου κατοικούμε τέσσερις. Ένας αρουραίος, ο Μπένι, η Ρόζα η αράχνη, μια μύγα και εγώ. Ζούμε σε απόλυτη αρμονία και χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο ή σχεδόν δεν ενοχλεί.
Η Ρόζα έχει πιάσει τα πάνω επίπεδα. Έχει πλέξει τον ιστό της στη δεξιά γωνία, στο ταβάνι του δωματίου, απέναντι καθώς μπαίνεις απ΄την πόρτα. Κάποιες φορές την βλέπω να σεργιανάει, κατεβαίνοντας από την γωνίτσα της με τον δικό της χορευτικό τρόπο, στις υπόλοιπες γωνίες και τα σουβατεπιά. Έχει αδυναμία στις λινές λευκές κουρτίνες, όπου την απορροφά το παιχνίδι με το φως και άλλοτε την διαθλά, πολλαπλασιάζοντας την και κάποιες φορές την κρύβει. Μισεί το νερό και την σκόνη. Τρώει μυστικά, κοιμάται αθόρυβα.
Στα υπόγεια και σκοτεινά μέρη του σπιτιού ζει ο Μπένι. Αρουραίος τροφαντός και μπαμπέσης. Το όνομά του το χρωστάει στον θείο Βενιαμίν, αδελφό της μάνας μου, στον οποίο το σπίτι ανήκε. Μ΄ αυτόν, πάλι, μια φορά συναντηθήκαμε, ένα Σάββατο και η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Όχι πως αγαπηθήκαμε ή αγκαλιαστήκαμε, τουναντίον θα λεγα, μοιραστήκαμε το ίδιο συναίσθημα της έκπληξης και της απέχθειας και την ίδια μηχανική αντίδραση να επιστρέψουμε με ταχύτατο ρυθμό από ΄κει που ήρθαμε, εγώ στο σαλόνι του σπιτιού και αυτός στο κάτω πάτωμα, χρησιμοποιώντας για μέσο διαφυγής το σωλήνα της τουαλέτας. Από τότε ο χώρος της τουαλέτας έγινε για μένα ιερός. Μπαίνω πάντα με δέος και κατανυκτικό φόβο για να κάνω, όσο πιο σύντομα μπορώ, τα πρέποντα.
Η μύγα, σιχαίνεται το σκοτάδι. Δεν αγαπάει το κρύο, το κίτρινο χρώμα και απεχθάνεται τα δυνατά αρώματα. Συχνάζει σ΄ όλα τα μέρη του σπιτιού που είναι απαλλαγμένα από όλα τα παραπάνω. Δεν της αρέσει η μοναξιά, γι’ αυτό, μιας και είμαι η μοναδική ακίνδυνη παρουσία του σπιτιού, αποζητάει τη συντροφιά μου, επίμονα και πιεστικά, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Η μεγάλη αγάπη της είναι τα καντήλια που ανάβω. Τότε δορυφορίζεται σε ένα αέναο παιχνίδι με την φλόγα, μέχρι να σωθεί το λάδι και να μεταμορφωθεί, με ένα επιθανάτιο άλμα, στον αθάνατο εαυτό της.
Και ΄γω, η Ρεβέκκα, που αγαπώ να διαβάζω τα βιβλία ανάποδα και να σχεδιάζω στο τέλος μια καινούρια αρχή, ζω μέσα σε μια καδραρισμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία, στο σαλόνι του σπιτιού. Έχω στην αγκαλιά μου το αγαπημένο μου αρκούδι και με τα μαλλιά μου πιασμένα σε δύο τεράστιες κοτσίδες , χαμογελώ ευτυχισμένη, κοιτώντας τον φωτογράφο. Είναι η μέρα των γενεθλίων μου. Και ΄χει γραμμένη από πίσω την ημερομηνία, Σάββατο της 11ης Ιουλίου του 1942. Και όπως θυμάμαι έχει μια μέρα ηλιόλουστη και η πλατεία γεμάτη άντρες, Πλατεία Ελευθερίας, να εκτελούν τις γυμναστικές επιδείξεις που τους παράγγελναν άνθρωποι με στολές. Κι άλλοι πολλοί, μαζεμένοι γύρω τους, να βλέπουνε. Και η μάνα να είναι δίπλα μου, να μου κρατάει το χέρι και να κλαίει. Και είναι σαν ψίθυρος ένα γιατί που έρχεται στα αυτιά μου. Και ΄χει ο κόσμος μια βουβαμάρα γύρω μου. Και ένα αλισβερίσι με τα μάτια μόνο. Κάψα ο ήλιος και ο ιδρώτας στάζει. Και μένα να έχει λυθεί το κοτσίδι, να τραβάω την μαμά να φύγουμε κι αυτή να στέκει κοκαλωμένη και να μονολογεί ο πατέρας σου, ο πατέρας σου.
Κάθε Σάββατο της 11ης Ιουλίου, εγώ, ο Μπένι ο Αρουραίος, η Ρόζα η αράχνη και η μύγα έχουμε γιορτή. Φοράμε την ριγωτή ασπρόμαυρη στολή μας με ένα κίτρινο σταυρό στο πέτο, ανάβουμε τα καντήλια, θυμιατίζουμε το σπίτι , διαθλόμαστε σε εκατοντάδες φωτεινά αστέρια και ροκανίζουμε σελίδες της ιστορίας, απ΄το τέλος προς την αρχή.

bottom of page